- συνυμνῳδός
- συνυμνῳδός, ὁ,A fellow-singer of hymns, CIG3170.16 ([place name] Smyrna).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνυμνωδός — ὁ, Α αυτὸς που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑμνῳδός «αυτός που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους»] … Dictionary of Greek